- εμφιλόνεικος
- ἐμφιλόνεικος, -ον (AM)αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός.επίρρ...ἐμφιλονείκωςμε φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμφιλονείκως — ἐμφιλόνεικος adverbial ἐμφιλόνεικος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφιλόνεικον — ἐμφιλόνεικος masc/fem acc sg ἐμφιλόνεικος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφιλονείκους — ἐμφιλόνεικος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφιλόνεικοι — ἐμφιλόνεικος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)